- αναβολή
- η (Α ἀναβολή)μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράτασηαρχ.1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα4. μουσικό προοίμιο, ανάκρουσμα, διθυραμβική ωδή5. άνοδος, ανάβαση6. ανύψωση, «φούσκωμα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβάλλω.ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναβολάδιον, ἀναβόλαιοννεοελλ.αναβόλα].
Dictionary of Greek. 2013.